- στυλίσκους
- στῡλίσκους , στυλίσκοςpegmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στήριγγα — η / στῆριγξ, ήριγγος, ΝΑ, και λόγιος τ. στήριγξ Ν νεοελλ. ναυτ. α) καθένας από τους μεταλλικούς στυλίσκους που είναι στερεωμένοι από τη μία και την άλλη πλευρά τής σκάλας τού πλοίου, στο πάνω άκρο τών οποίων στερεώνονται οι χειραγωγοί, κν.… … Dictionary of Greek
σκαντήλι(ο) — το, Ν ναυτ. καθένας από τους αφαιρετούς στυλίσκους τής εξωτερικής σκάλας τού πλοίου πάνω στους οποίους στηρίζεται το σχοινί τού χειραγωγού … Dictionary of Greek
Μπουτάν — Κράτος της νότιας Κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Θιβέτ και Α, Ν και ΝΔ με την Ινδία.Το Μ., σχεδόν απρόσιτο ανάμεσα στην οροσειρά των Iμαλαΐων και αγκιστρωμένο στις παραδόσεις του, παραμένει στο περιθώριο των διεθνών πολιτικών εξελίξεων … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
τρούλος — Κατασκευή ημισφαιρικού ή παρόμοιου σχήματος (π.χ. ημιελλειψοειδούς), η οποία χρησιμοποείται για την κάλυψη χώρων με κάτοψη κυκλική, τετραγωνική, ή σχήματος κανονικού πολυγώνου. Αρχαιότατα δείγματα τρουλωτών κατασκευών υπάρχουν στη Μικρά Ασία… … Dictionary of Greek
Χέλμχολτς, Χέρμαν Λούντβιχ Φέρντιναντ φον- — (Helmholtz, Πότσνταμ 1821 – Σαρλότενμπουργκ, Βερολίνο 1894). Γερμανός φυσιολόγος και φυσικός. Διδάκτορας της ιατρικής, δίδαξε αρχικά ανατομία και φυσιολογία στα πανεπιστήμια της Βόνης και της Χαϊδελβέργης και κατόπιν (1871) φυσική στο… … Dictionary of Greek